ὀχετηγός

ὀχετηγός
ὀχετηγός
conducting
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οχετηγός — ὀχετηγός και ὀχεταγωγός, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀχετηγός κατασκευαστής αυλάκων ή τάφρων για διοχέτευση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + ηγός (< ἄγω), με έκταση λόγω συνθέσεως. Ο …   Dictionary of Greek

  • ὀχετηγόν — ὀχετηγός conducting masc/fem acc sg ὀχετηγός conducting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχετηγοί — ὀχετηγός conducting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχετηγούς — ὀχετηγός conducting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχετηγέ — ὀχετηγός conducting masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχεταγωγός — ὀχεταγωγός, όν (Α) (δ. γρφ.) βλ. οχετηγός …   Dictionary of Greek

  • οχετηγία — ὀχετηγία και δ. γρφ. ὀχεταγωγία, ἡ (Α) [οχετηγός] άρδευση με αγωγό, με οχετό …   Dictionary of Greek

  • οχετηγώ — ὀχετηγῶ και ὀχεταγωγῶ, έω (Μ) [οχετηγός] διοχετεύω νερό με αγωγό …   Dictionary of Greek

  • υδρηγός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. οχετός 2. ως επίθ. αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο, οχετηγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός] …   Dictionary of Greek

  • ὀχετηγοῦ — ὀχετηγέω conduct by ditches pres imperat mp 2nd sg (attic) ὀχετηγέω conduct by ditches imperf ind mp 2nd sg (attic) ὀχετηγός conducting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”